πολυπεπτιδάση

πολυπεπτιδάση
η, ν
(βιοχ.) ένζυμο που υδρολύει ειδικά τους πεπτιδικούς δεσμούς, ελευθερώνοντας πεπτίδια μικρότερου μοριακού βάρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”